«Η καταστροφή των ξύλινων αλιευτικών σκαφών: Ισχυρό πλήγμα κατά του Ναυτικού Πολιτισμού»
του Κώστα Δαμιανίδη (Αρχιτέκτων, Δρ Ιστορίας της Ναυπηγικής)

[Αποσπάσματα από την εισήγηση του γράφοντα στη συνέντευξη τύπου που δόθηκε στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας, 29/3/2018]

Τα τελευταία περίπου τριάντα χρόνια πραγματοποιείται μια συνεχής καταστροφή ξύλινων αλιευτικών σκαφών που χρηματοδοτείται με υψηλές επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ελληνικό Κράτος. Δυστυχώς όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, τα χρόνια αυτά, δεν έχουν κάνει καμία σοβαρή προσπάθεια για να βρεθούν άλλες λύσεις και να μη λαμβάνει χώρα αυτή η βάρβαρη καταστροφή δημιουργημάτων της νεότερης πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η έξοδος από την αλιεία με την παράλληλη καταστροφή του αλιευτικού σκάφους έχει ένα σημαντικό οικονομικό δέλεαρ για τους ψαράδες και γι’ αυτό θεωρείται ένα από τα πιο δημοφιλή και μαζικά μέτρα του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας (Ε.Π.ΑΛ.), ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Τα ποσά δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα και λαμβάνονται χωρίς κανένα κόπο. Ιδιαίτερα, η απόσυρση του αλιευτικού σκάφους ισοδυναμεί, στην πραγματικότητα, με μια πολύ γενναιόδωρη εξαγορά ενός, συνήθως, γερασμένου και ταλαιπωρημένου παλιού καϊκιού, του οποίου συχνά η οικονομική αξία είναι αμελητέα. Η γενναιόδωρη αυτή εξαγορά γίνεται αποκλειστικά και μόνο για την καταστροφή του σκάφους!
Ο αναφερόμενος σκοπός αυτής της ενέργειας από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, είναι ο εκσυγχρονισμός της αλιείας και η μείωση της υπεραλίευσης των θαλασσών, ώστε να προληφθούν δυσμενείς επιπτώσεις για το μέλλον. Ωστόσο, ποτέ δεν δόθηκε μια πειστική απάντηση στο βασικό ερώτημα που είναι το πώς η καταστροφή των χειροποίητων ξύλινων καϊκιών επιλύει το πρόβλημα της υπεραλίευσης των θαλασσών; Γιατί δηλαδή, η υπεραλίευση των θαλασσών εξαρτάται από το αν θα διασωθούν τα ξύλινα σκάφη στις ελληνικές θάλασσες ή θα έχουμε μόνο πλαστικά και σιδερένια; Όχι ότι τα τελευταία εξαιρούνται από την καταστροφή αν είναι αλιευτικά, αλλά αφ’ ενός είναι μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών που καταστρέφονται και αφ’ εταίρου κάθε χρόνο συνεχίζουν να μπαίνουν σε χρήση, πολύ περισσότερα πλαστικά και σιδερένια απ’ ό,τι ξύλινα σκάφη. Στο σύνολο των 766 σκαφών, για τα οποία έχουν εγκριθεί οι καταστροφές τους μέσα στο 2018, τουλάχιστον τα 464 είναι ξύλινα σκάφη. Παράλληλα τα ξύλινα σκάφη που κατασκευάζονται κάθε χρόνο δεν ξεπερνούν τα 50 σ’ όλη την Ελλάδα. Σύμφωνα με τους αριθμούς αυτούς και αν δεν αλλάξει η πολιτική των καταστροφών σε λίγα χρόνια θα υπάρχουν ελάχιστα ξύλινα σκάφη στις ελληνικές θάλασσες.  

Αυτή η πρακτική έχει προκαλέσει επανειλημμένες αντιδράσεις και αν μη τι άλλο, γεννά τα ακόλουθα βασικά ερωτήματα:
Είναι κάθε ξύλινο αλιευτικό σκάφος ένα δημιούργημα αμελητέας αξίας που θα πρέπει να αποσυρθεί από τις ελληνικές θάλασσες, ως ανεπιθύμητο;
Είναι αμελητέες οι επιπτώσεις από τις καταστροφές των σκαφών στις τοπικές ναυτικές κοινωνίες;
Αν από οικονομική άποψη τα σκάφη αυτά έχουν πολύ μικρή αξία, μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο και για την ιστορική, εκπαιδευτική, αισθητική και τουριστική τους αξία;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά φαίνεται ότι, στην καλύτερη περίπτωση, δεν έχουν απασχολήσει σοβαρά την ελληνική πολιτεία και ιδιαίτερα το αρμόδιο Υπουργείο Γεωργικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και το συναρμόδιο Υπουργείο Πολιτισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι η έξοδος των αλιέων από το επάγγελμα μόνο με την κατάθεση των αλιευτικών τους αδειών επιδοτείται από το πρόγραμμα (κατά 20%), αλλά η καταστροφή των αλιευτικών σκαφών επιδοτείται, επιπλέον, με τετραπλάσιο ποσό (κατά 80%) απ’ ό,τι η κατάθεση της άδειας. Γι’ αυτό η καταστροφή του σκάφους προτιμάται σχεδόν καθολικά από τους ενδιαφερόμενους αλιείς. Δεν θα υπήρχε πρόβλημα, αν τα καΐκια αυτά προέρχονταν από μαζικές βιομηχανικές παραγωγές, όπως τα αυτοκίνητα, με καταγεγραμμένα τα μοντέλα τους και με αρκετά δείγματά τους να έχουν διασωθεί από συλλέκτες, λέσχες φίλων και σχετικά μουσεία σε πολλές χώρες του κόσμου. Όμως τα ελληνικά καΐκια που τα συναντάμε σχεδόν αποκλειστικά στην Ελλάδα, δεν είναι προϊόντα μαζικής παραγωγής, είναι σε μεγάλο βαθμό χειροτεχνήματα και αποτελούν τα τελευταία δημιουργήματα μιας εντυπωσιακής τεχνικής παράδοσης με ιστορικές καταβολές. Ελάχιστα απ’ αυτά έχουν διασωθεί με σωστό τρόπο από ιδιώτες ή από σχετικά μουσεία. 

Από ιστορική σκοπιά, τα παλιά ελληνικά καΐκια είναι δημιουργήματα μιας κατ’ εξοχήν παραδοσιακής τέχνης, η οποία δυστυχώς απειλείται πλέον με αφανισμό, τόσο η ίδια όσο και τα δημιουργήματά της. Η τέχνη της ξυλοναυπηγικής στην Ελλάδα έχει ιστορικές καταβολές που ανάγονται τουλάχιστον στη βυζαντινή εποχή, όπως διαφαίνεται τόσο σε μελέτες ναυαγίων από τον 9ο και 11ο αιώνα μ. Χ. όσο και σε ιστορικές πηγές από το τέλος του μεσαίωνα και τις αρχές της Αναγέννησης. Φυσικά τα καΐκια, αλιευτικά ή μη, που έχουν κατασκευαστεί τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα έχουν δημιουργηθεί με τη βοήθεια σύγχρονων υλικών και τεχνικών, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Επίσης παρουσιάζουν πολλές επιρροές από την εξέλιξη της χρήσης τους και τη μετάβαση από τους παραδοσιακούς, στους σύγχρονους τρόπους αλιείας. Συνεχίζουν ωστόσο να αποτελούν δημιουργήματα της ελληνικής ναυπηγικής παράδοσης, όπως αυτή διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε δια μέσου των αιώνων. Η καταστροφή των ξύλινων αλιευτικών σκαφών αποτελεί ένα σημαντικό πλήγμα στη συνέχεια της ναυπηγικής παράδοσης και ιδιαίτερα σε κάποια χαρακτηριστικά της, όπως αυτά της ευρύτητας, της πολυμορφίας και της προσαρμοστικότητας που είχε επιδείξει τις τελευταίες δεκαετίες. Η ιστορική αξία λοιπόν των καϊκιών, όχι μόνο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αμελητέα, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί ακόμη η εκπαιδευτική αξία της διάσωσης, αντί για την καταστροφή των καϊκιών. Είναι σημαντικό να διασώζονται, σε τοπική κλίμακα, οι δημιουργίες που συνδέουν το παρελθόν με το παρόν της κοινωνίας. Η καταστροφή του κάθε καϊκιού, αφαιρεί από τον τόπο ένα σημαντικό υλικό τεκμήριο που συμβάλει στην αναγνώριση και στην ανάπτυξη της πολιτιστικής ταυτότητας του τόπου. Οι νέες γενιές πρέπει να έχουν ζωντανά παραδείγματα από την πολιτισμική εξέλιξη του τόπου τους, όχι μόνο με τις προφορικές περιγραφές από τους παλαιότερους, αλλά και με τις διασώσεις υλικών τεκμηρίων, όπως τα καΐκια, που αντιπροσωπεύουν παλιότερες περιόδους της τοπικής πολιτισμικής ταυτότητα. Επιπλέον η καταστροφή των καϊκιών, με επίσημη κρατική χρηματοδότηση, δημιουργεί μια μεγάλη αντίφαση και ένα πολύ κακό παράδειγμα, απαξιώνοντας τις δημιουργίες της παραδοσιακής ναυπηγικής τέχνης. Η αντίφαση γίνεται ακόμη πιο κραυγαλέα όταν δηλώνουμε από τη μια ότι θέλουμε να  διασώσουμε την τέχνη για να τη μεταδώσουμε στις νέες γενιές (Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού) και από την άλλη χρηματοδοτούμε την καταστροφή των δημιουργημάτων αυτής της τέχνης (Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων).  
Ακόμη τα ξύλινα αλιευτικά σκάφη παρουσιάζουν πολλές φορές εντυπωσιακή αισθητική αρτιότητα με αποτέλεσμα να κοσμούν τα λιμάνια στα οποία βρίσκονται. Συγκεντρωμένα σε μικρά σύνολα, εν πλω, προσδίδουν ένα ιδιαίτερο αισθητικό αποτέλεσμα και αποτελούν, συχνά, πηγή έμπνευσης για καλλιτέχνες και εικαστικούς δημιουργούς. Τα ίδια τα αλιευτικά σκάφη θα πρέπει, σε ορισμένες ίσως περιπτώσεις, να αντιμετωπίζονται ως έργα λαϊκής τέχνης, φτιαγμένα από δημιουργούς με ιδιαίτερες αισθητικές αντιλήψεις και τεχνικές ικανότητες. Από την άποψη αυτή η καταστροφή αυτών των αλιευτικών σκαφών είναι δυστυχώς καταστροφή δημιουργημάτων με ιδιαίτερες αισθητικές αξίες. Επιπλέον σε άλλες περιπτώσεις η καταστροφή ακόμη και μεμονωμένων σκαφών, έχει ως αποτέλεσμα τη διατάραξη ευρύτερων συνόλων με σκάφη, που παρουσιάζουν ιδιαίτερα εντυπωσιακά αισθητικά αποτελέσματα. Είναι γνωστά, για παράδειγμα, πολλά μικρά λιμάνια που θεωρούνται τόποι με ιδιαίτερες αισθητικές αξίες, επειδή συμπεριλαμβάνουν στον θαλάσσιο χώρο τους εντυπωσιακά σύνολα ξύλινων, κυρίως αλιευτικών, σκαφών. Οι τόποι αυτοί σταδιακά, με τις καταστροφές των ξύλινων αλιευτικών σκαφών,  χάνουν την αισθητική τους αξία και υποβαθμίζονται.
Η τουριστική αξία που έχουν τα αλιευτικά σκάφη έχει διαφανεί προφανώς ήδη με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω σχετικά με την  ιστορική, εκπαιδευτική και αισθητική αξία τους. Επιπλέον, τα ξύλινα αλιευτικά σκάφη  αποτελούν αναγνωρίσιμο μέρος του προβαλλόμενου τουριστικού προϊόντος και άρα έχουν ακόμη μεγαλύτερη αξία από τη σκοπιά του τουρισμού. Στις εικόνες των παραλιακών οικισμών, ως επισκέψιμων τόπων για τουρισμό, τα ξύλινα αλιευτικά σκάφη παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο και προσθέτουν ένα σημαντικό στοιχείο αναγνωσιμότητας των ελληνικών προορισμών. Άρα και η τουριστική αξία των σκαφών αυτών είναι σημαντική και δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί.

Από όλα τα πιο πάνω είναι φανερό ότι οι επιπτώσεις  από τις καταστροφές των σκαφών στις τοπικές ναυτικές κοινωνίες δεν είναι αμελητέες. Αν και η χρηματοδότηση για την καταστροφή τους είναι υψηλή, ωστόσο δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι όλες οι άλλες αξίες που έχουν τα ξύλινα σκάφη πρέπει να θυσιαστούν στον βωμό του χρήματος. Τα ξύλινα αλιευτικά σκάφη κάθε άλλο παρά ανεπιθύμητα είναι στις ελληνικές θάλασσες. Είναι συνδεδεμένα με την ταυτότητα του κάθε τόπου και συνθέτουν ένα αναντικατάστατο συστατικό του πολιτισμικού τοπίου των ελληνικών θαλασσών, αναγνωρίσιμο παγκοσμίως.  
Οι στρεβλές συνδέσεις του εκσυγχρονισμού της αλιείας, με την καταστροφή των δημιουργημάτων της ελληνικής ξυλοναυπηγικής παράδοσης πρέπει επιτέλους να σταματήσουν. Δεν είναι δυνατόν να καταστρέφονται δημιουργήματα μιας παραδοσιακής τέχνης, με πρόσχημα της υπεραλίευση και με πραγματικό στόχο την υψηλή απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων στην αλιεία. Πρέπει επειγόντως να βρεθούν άλλοι τρόποι για την πιστοποίηση της εξόδου των αλιέων από το επάγγελμα τους και να σταματήσει η καταστροφή των δημιουργημάτων της σπουδαίας ελληνικής ναυπηγικής παράδοσης, την οποία το Υπουργείο Πολιτισμού υποστηρίζει και έχει εγγράψει στην Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά.
Να πάψει, επιτέλους, να υπάρχει στον σχεδιασμό του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας, σε οποιαδήποτε μορφή, η καταστροφή των ξύλινων χειροποίητων αλιευτικών σκαφών!

Σχόλια